- αγγειοδιαστολή
- Η διεύρυνση των αιμοφόρων αγγείων, που μπορεί να επιτευχθεί και με φαρμακευτικά μέσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… … Dictionary of Greek
πρενυλαμίνη — η, Ν (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που προέρχεται από την αμφεταμίνη, έχει ηρεμιστική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και επιδρά στην κυκλοφορία τών στεφανιαίων αγγείων προκαλώντας αγγειοδιαστολή … Dictionary of Greek
σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… … Dictionary of Greek
ψύξη — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι σωματικές βλάβες, που προκαλούνται από το ψύχος. Οι βλάβες αυτές διακρίνονται σε τοπικές και σε γενικές. Οι πρώτες λέγονται συνήθως χείμεθλα ή κρυοπαγήματα. Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί μέχρι ποιο βαθμό… … Dictionary of Greek
αγγειοσυστολή — Η ελάττωση της διαμέτρου των αγγείων. Ο όρος –όπως και o όρος αγγειοδιαστολή– χρησιμοποιείται βασικά για να δηλώσει τη συστολή και τη διαστολή των αγγείων αντίστασης (αρτηρίδια). Οι παράγοντες που προκαλούν α. είναι: η αυξημένη αδρενεργική… … Dictionary of Greek